-
1 αξιοθέατα
-
2 ἀξιοθέατα
-
3 αξιοθέατα
-
4 αξιοθέατα
ταSehenswürdigkeiten pl -
5 достопримечательности
-
6 αξιοθεατος
ион. ἀξιοθέητος 2заслуживающий внимания, достопримечательный(ἔργα Her., Xen., Plut.; θεᾶσθαι τὰ ἀξιοθέατα Xen.; ἀνήρ Plut.)
-
7 памятник
1. (сооружение в память ка-кого-л. лица, события) το μνημείο, ο ανδριάντας 2. (предмет материальной культуры прошлого) το μνημείο, τα αξιοθέατα (πλ.) 3. (произведение древней письменности) το λογοτεχνικό μνημείο/έργο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > памятник
-
8 Κρεμλίνο(ν)
το Кремль;τα αξιοθέατα τού Κρεμλίνου — достопримечательности Кремля;
τό ρολόγι τού Κρεμλίνου — Кремлёвские куранты
-
9 Κρεμλίνο(ν)
το Кремль;τα αξιοθέατα τού Κρεμλίνου — достопримечательности Кремля;
τό ρολόγι τού Κρεμλίνου — Кремлёвские куранты
-
10 περιφέρω
(αόρ. περιέφερα) μετ.1) обводить (вокруг чего-л.); водить кругом; με περιέφερε εις όλα τα αξιοθέατα της πόλεως он меня водил по всем достопримечательностям города;περιφέρω τό βλέμμα μου ( — об)водить глазами, обводить взглядом;
2) обносить, носить кругом;περιφέρομαι — кружить; — блуждать, бродить; — слоняться;
περιφέρομαι αργός — слоняться без дела
-
11 достопримечательность
-ив. το αξιοθέατο, το αξιοπερίεργο•-и города τα αξιοθέατα της πόλης.
-
12 примечательный
επ., βρ: -лен, -льна, -ноαξιοσημείωτος, αξιοπαρατήρητος, αξιοπρόσεχτος•-ое событие αξιοσημείωτο γεγονός•
-ые места αξιοθέατα μέρη.
-
13 τρίγληνος
τρίγληνος, ον, in Hom. as epith. of ear-rings,Aἕρματα τρίγληνα Il. 14.183
, Od.18.298: ancient critics (cf. Sch. ad loc.) expld. it (1 ) from γλήνεα (Il.24.192), = ἀξιοθέατα, or (2) = τρίκοκκα, i. e. with three berry-shaped ornaments, or (3) = ἐκ τριῶν ζῳδίων συγκείμενα, or (4) = τριόφθαλμα, like [dialect] Att. τριοττίδες; and in other ways. It is prob. formed from γλήνη as τρίκλινος fr. κλίνη, etc., but the sense remains uncertain.II three-eyed, of Hecate, Ath.7.325a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίγληνος
См. также в других словарях:
ἀξιοθέατα — ἀξιοθέᾱτα , ἀξιοθέατος well worth seeing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγητής — Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που… … Dictionary of Greek
περιηγούμαι — περιηγοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ 1. ταξιδεύω κάπου για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, κάνω τουρισμό 2. επισκέπτομαι χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και βλέπω τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
σκύρος — Το μεγαλύτερο νησί των Β. Σποράδων. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει 25 ναυτ. μίλια, και στο νομό της οποίας ανήκει. Η Σκ. είναι ορεινή (Κόχυλας 792 μ.). Οι ακτές της σχηματίζουν πολλούς όρμους, με κυριότερους της Καλογριάς,… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Γκαλατίνα — (Galatina). Πόλη (28.000 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, σε απόσταση 20 χλμ. από το Λέτσε. Η πόλη είναι γνωστή από την αρχαία εποχή και πολλοί κάτοικοί της μιλούν έως σήμερα μία ελληνική διάλεκτο. Η Γ., που είναι κέντρο μεγάλης οινοπαραγωγικής… … Dictionary of Greek
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek
Ελσίνκι — (Helsinki). Πόλη (559.718 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Φιλανδίας. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του Φινικού κόλπου, πάνω σε μια σειρά χερσονήσων που διαθέτουν πολυάριθμους μυχούς και περιβάλλονται από διάφορα νησιά. Αποτελεί το κύριο λιμάνι της… … Dictionary of Greek
Valtetsi (village) — Historical Synopsis= The village named Valtetsi is located in the Central Peloponessus in what is called the ορεινής Αρκαδίας (Greek: Mountainous Arcadia) at a distance of 12 km. west of Tripolis and an altitude of 1.050 mts. It is a small plain… … Wikipedia